- σαούλι
- το, Νβλ. σαγούλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαγούλι — και σαούλι, το, Ν το νήμα τής στάθμης τών οικοδόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιο πιθ. άποψη πρόκειται για λ. αραβ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
νήμα — το, ατος 1. κλωστή: Νήμα βαμβακερό. – Nήμα μάλλινο. – Nήμα μεταξωτό. – Νήμα της στάθμης (όργανο των οικοδόμων, αλλ. σαούλι). 2. (βοτ.), μέρος του στήμονα των λουλουδιών. 3. μτφ., συνέχεια, αλληλουχία, ειρμός, συνοχή, μυστική εντολή: Κόπηκε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)